σκιαδανθή

σκιαδανθή
και σκιαδιανθή, τα, Ν
βοτ. άλλη ονομασία τών κορνωδών, τάξης αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιάδιον + άνθος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γυμνόσωμος — η, ο 1. αυτός που έχει γυμνό σώμα 2. το ουδ. εν. ως ουσ. «το γυμνόσωμα» μικρή μύγα που ζει επάνω στα άνθη, κυρίως στα σκιαδανθή 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γυμνοσώματα πτερόποδα μαλάκια με μικρό ατρακτοειδές σώμα …   Dictionary of Greek

  • ηράκλειος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (610 641 μ.Χ.), η βασιλεία του οποίου αποτέλεσε σταθμό για τη βυζαντινή ιστορία. Τα μεγάλα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Η. ήταν εξωτερικά (η περσική απειλή από τα Α και η …   Dictionary of Greek

  • κονοπόδιο — και κωνοπόδιο, το βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας σκιαδανθή …   Dictionary of Greek

  • λιβάδι — Έκταση γης που καλύπτεται από ποώδη βλάστηση, είτε αυτοφυή (φυσικά λ.) είτε καλλιεργημένη με σπορά από τον άνθρωπο (τεχνητά λ.). Προορίζεται είτε για βοσκή των ζώων ή κοπή χορτονομής είτε και για τα δύο. Η λιβαδική βλάστηση αποτελεί ένα σύνολο… …   Dictionary of Greek

  • πετροσέλινο — το πετροσέλινον, ΝΑ αγγειόσπερμο δικότυλο φυτό τής τάξης σκιαδανθή σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ο μαϊντανός …   Dictionary of Greek

  • σίο — το / σίον, ΝΜΑ γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σκιαδοφόρα ή απιίδες τής τάξης σκιαδανθή, με 15 περίπου είδη πολυετών ποών τού βόρειου ημισφαιρίου, γνωστό σήμερα και… …   Dictionary of Greek

  • σανίκουλα — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σκιαδανθή τής τάξης κορνώδη, με 35 40 είδη ποών που απαντούν σε όλο τον κόσμο, εκτός από την Αυστραλία, την Νέα Ζηλανδία και την Γουινέα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν.… …   Dictionary of Greek

  • σκάνδιξ — και σκάνδυξ, ο / σκάνδιξ, ικος και σκάνδυξ, υκος, ἡ, ΝΑ βοτ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σκιαδανθή τής τάξης σκιαδοφόρα, με 12 περίπου γένη, από τα οποία 4 είναι… …   Dictionary of Greek

  • σκιαδιανθή — τα, Ν βλ. σκιαδανθή …   Dictionary of Greek

  • φέρουλα — η, ΝΑ, και φερούλα και φερούλη Ν βοτ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, δικότυλων αγγειόσπερμων φυτών που ανήκει στην οικογένεια απιίδες τής τάξης απιώδη ή σκιαδανθή, με 130 περίπου είδη, από τα οποία τρία είναι αυτοφυή στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”